ἐπικερδῶς

ἐπικερδῶς
ἐπικερδής
profitable
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκμεταλλεύομαι — (Α ἐκμεταλλεύω) 1. εξορύσσω μετάλλευμα από ορυχείο 2. προσπαθώ να χρησιμοποιήσω επικερδώς οικονομικό αγαθό 3. επωφελούμαι, χρησιμοποιώ για αθέμιτο κέρδος δεσμούς, ιδεολογία ή αίσθημα 4. αποκτώ κέρδη εις βάρος άλλων και από τη δική τους εργασία… …   Dictionary of Greek

  • επικερδής — ές (Α ἐπικερδής) αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.) αρχ. (για τον κερδώο Ερμή) προστάτης τού εμπορίου, τού κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κερδαντέος — κερδαντέος, α, ον (Α) [κερδαίνω] αυτός που πρέπει να κερδίζεται, να χρησιμοποιείται επωφελώς, επικερδώς («κερδαντέον τὸ παρόν» πρέπει να χρησιμοποιούμε επωφελώς το παρόν, Μάρκ. Αντ.) …   Dictionary of Greek

  • κερδοφόρος — ο, θηλ. και α (Α κερδοφόρος, ον) αυτός που αποφέρει κέρδος, ο επικερδής. επίρρ... κερδοφόρως και α με κέρδος, επικερδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”